- αποθηλάζω
- -ασα, παύω να θηλάζω, αποκόβω: Το παιδί είχε πια ξεπεταχτεί, αλλά δίσταζε να το αποθηλάσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποθηλάζω — (AM ἀποθηλάζω) νεοελλ. απογαλακτίζω αρχ. θηλάζω … Dictionary of Greek
ἀποθηλαζόμενον — ἀποθηλάζω suck pres part mp masc acc sg ἀποθηλάζω suck pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλαζέτω — ἀποθηλάζω suck pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζειν — ἀποθηλάζω suck pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζοιτο — ἀποθηλάζω suck pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αποκόβω — ψα, πηκα, μμένος 1. κόβω εντελώς: Το απόκοψε το δέντρο. 2. αποθηλάζω βρέφος: Επιτέλους τον απόκοψε το γιο της. 3. καθορίζω συνολική τιμή για μια δουλειά ή αγοραπωλησία, χωρίς μέτρημα, ζύγιση κτλ.: Η τιμή που μου απόκοψες δε με συμφέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)